- στρατοπέδευση
- campement
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
στρατοπέδευση — η / στρατοπέδευσις, εύσεως, ΝΜΑ [στρατοπεδεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρατοπεδεύω, η εγκατάσταση στρατεύματος σε ειδικό κατάλυμα αρχ. ο τόπος όπου έχει στρατοπεδεύσει ένα στράτευμα, στρατόπεδο … Dictionary of Greek
στρατοπέδευση — η εγκατάσταση σε στρατόπεδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιστρατοπεδεία — ἀντιστρατοπεδεία, η (Α) στρατοπέδευση απέναντι σε εχθρικό στρατόπεδο … Dictionary of Greek
κατάζευξις — κατάζευξις, ἡ (AM) [καταζεύγνυμι] 1. σύζευξη ανδρογύνου 2. στρατοπέδευση … Dictionary of Greek
καταστρατοπεδεία — καταστρατοπεδεία, ἡ (Α) [καταστρατοπεδεύω] στρατοπέδευση, διαμονή στο στρατόπεδο, βίος τού στρατοπέδου … Dictionary of Greek
καταυλισμός — ό 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καταυλίζομαι*, πρόχειρη στάθμευση, προσωρινή στρατοπέδευση 2. ο τόπος όπου στρατοπεδεύει πρόχειρα ή διανυκτερεύει ένα στρατιωτικό τμήμα ή άλλη ομάδα ανθρώπων ή ο άμαχος πληθυσμός 3. η παραμονή σε αντίσκηνα,… … Dictionary of Greek
παρέμβλησις — ήσεως, ἡ, Α [παρεμβάλλω] η στρατοπέδευση … Dictionary of Greek
παρεμβολή — (Μαθημ.). Με αφορμή διάφορα προβλήματα των εφαρμογών (πειραματικές επιστήμες, στατιστική) τίθεται πολλές φορές το εξής (μαθηματικό) πρόβλημα: ζητείται μια συνάρτηση f μιας μεταβλητής x από το ότι για ν + 1 διαφορετικές μεταξύ τους τιμές x1, x2 … Dictionary of Greek
στρατεία — και ιων. τ. στρατηΐη, ἡ, Α [στρατεύω] 1. εκστρατεία («ἐποιέετο στρατηΐην ἐς Καππαδοκίην», Ηρόδ.) 2. στρατοπέδευση 3. στράτευση 4. στρατιωτική αγωγή 5. στρατιωτικό υπούργημα, αξίωμα 6. σπαν. στρατιά 7. στον πληθ. αἱ στρατεῑαι ο πόλεμος 8. φρ. α)… … Dictionary of Greek
στρατοπεδεία — η, ΝΑ [στρατοπεδεύω] νεοελλ. φρ. «υπηρεσία στρατοπεδείας» στρ. ειδική ομάδα αξιωματικών και οπλιτών που έχει αρμοδιότητα να ανιχνεύει μια περιοχή και να βρίσκει τόπο κατάλληλο για την εγκατάσταση στρατιωτικής μονάδας αρχ. στρατοπέδευση … Dictionary of Greek
στρατοπεδευτικός — ή, ό / στρατοπεδευτικός, ή, όν, ΝΑ [στρατοπεδεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατοπέδευση … Dictionary of Greek